- στρογγύλαι
- στρογγύ̱λαῑ , στρογγύλλωround offaor opt act 3rd sgστρογγύλοςroundfem nom/voc plστρογγύλᾱͅ , στρογγύλοςroundfem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Στρογγύλαι — Στρογγύλᾱͅ , Στρογγύλη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
НАВИГАЦИЯ — • Navigatio, ναυτιλία. Мореплавание достигло у греков, которые самой природой были направлены на морскую стихию, уже рано известной степени совершенства. Гомеровский корабль (ср. Autenricht, hom. Wörterbuch и Fridrichs, hom. Realien,… … Реальный словарь классических древностей
ναυς — η (ΑΜ ναῡς, Α ιων. και επικ. τ. νηῡς και δωρ. τ. νᾱς) πλοίο νεοελλ. μτφ. το μεσαίο κλίτος χριστιανικού ναού μσν. επιτραπέζιο σκεύος σε σχήμα πλοίου αρχ. 1. έμβλημα στον θυρεό που εικόνιζε αρχαϊκό πλοίο 2. (γενικά) πολεμικό πλοίο, τριήρης 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
στρογγύλ' — στρογγύλα , στρογγύλος round neut nom/voc/acc pl στρογγύλε , στρογγύλος round masc voc sg στρογγύλαι , στρογγύλος round fem nom/voc pl στρογγύλᾱͅ , στρογγύλος round fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)